ἐξογκώσεις

ἐξογκώσεις
ἐξόγκωσις
raising
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐξόγκωσις
raising
fem nom/acc pl (attic)
ἐξογκόω
heap up
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐξογκόω
heap up
fut ind act 2nd sg
ἐξογκόω
heap up
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐξογκόω
heap up
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • πρόταφρος — Στη γεωλογία είναι μία υποθαλάσσια ταπείνωση, βαθιά και στενή, που βρίσκεται αμέσως μετά την προχώρα, και περιβάλλει την ήπειρο παράλληλα προς τις επιμήκεις, υποθαλάσσιες εξογκώσεις. Μέσα στις π. αποτίθενται ιζήματα που μπορεί να φτάσουν σε πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αεροφόρα φυτά — Φυτά, κυρίως υδρόβια, που φέρουν εξογκώσεις γεμάτες από αέρα, με τις οποίες κατορθώνουν να επιπλέουν. Τέτοιο φυτό είναι η τράπα η νηχομένη με φύλλα και βλαστούς αεροφόρους, που επιπλέουν, γνωστή στην Ελλάδα ως τριβολοκρατήλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”